ΜΑΘΗΜΑΤΑ

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ Ή ΧΑΝΟΝΤΑΙ



Αγγειοπλάστης 
Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα και όπου είχε αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση στη δημιουργία αγγειοπλαστικών αντικειμένων. Έτσι κατασκεύαζαν όλα τα μεγέθη μολυβικών μαγειρικών σκευών και πιατικών, κούπες με χερούλι και χωρίς χερούλι ακόμα κατασκεύαζαν κανάτια κρασιού διάφορα μικροσκεύη, όπως θυμιατήρια κ.α. Στα έργα τους έργα τους ακόμα συγκαταλέγονται σταμνιά που μετέφεραν νερό, πιθάρια διαφόρων μεγεθών για λάδι, για κρασί, για ψωμί, κολυμβήθρες, καπνοδόχους και πολλά άλλα.
Αγωγιάτης 
Ο επαγγελματίας που κάνει μεταφορές με φορτηγό ζώο .
- Οι αγωγιάτες, που επονομάζονταν και "κιρατζήδες", μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950. Οι αγωγιάτες προέρχονταν συνήθως από το στρώμα των ακτημόνων αγροτών και ήταν οργανωμένοι σε πολυμελή σωματεία στα χωριά και στις κωμοπόλεις . Μεγάλος αριθμός αγωγιατών εργαζόταν στα εργοστάσια, στα ελαιοτριβεία, στα ταλκορυχεία και γενικότερα σε όλες τις βιομηχανικές ζώνες . Πολλοί μουσικοί, αγρότες και άλλοι επαγγελματίες κατέφυγαν στο επάγγελμα του αγωγιάτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ανέχεια και την πείνα, μετά την κατάσχεση όλου του ελαιόλαδου και την παράλυση του εμπορίου και των συγκοινωνιών. 
- Οι αγωγιάτες είναι οι "πρόδρομοι" των αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας, κυρίως δε μετέφεραν δημητριακά .

Βαρελάς
Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.
Γαλατάς


Γανωτής (Καλαντζής)
Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως σε στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο
- Γανωτής (Καλαντζής): Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι - κασσίτερος). Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα... Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.


Γυρολόγος (Πραματευτής) 
Έφερνε παλιά στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς : υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος.
- Το επάγγελμα του πλανόδιου εμπόρου, που γυρνούσε στα χωριά και στις γειτονιές, ασκούσαν επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, που ήταν συχνά και παραγωγοί του προϊόντος. Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή "μπασματζήδες") που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι "μπαχτσαβάνηδες", που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια. Οι γαλατάδες περνούσαν από τις γειτονιές κάθε πρωί και έφερναν φρέσκο γάλα μέσα σε ειδικά δοχεία από αλουμίνιο. Οι "μπαχτσαβάνηδες" που ονομάζονταν και "περιβολάρηδες" καλλιεργούσαν τα οπωρολαχανικά τους στα περιβόλια τους και τα διέθεταν στους εμπορομανάβηδες, ή τα πουλούσαν μόνοι τους στις συνοικίες. 


Ζευγάς 
Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα "ζευγαρόβοδα"). Κάποιες φορές, οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον , επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη "συρμαγιά" (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα .
Καλαθοποιός 
Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια, ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνιa, ψαροκόφινα και άλλα ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν στουπιά για τυρί, κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών κ.ά.
Καρεκλάς 
Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.
Καφεπαντοπώλης 
Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τις περισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζε τη λειτουργία του καφενείου του με την πώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόπος του, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι, ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές σαρδέλες, φρίσες (ρέγγες), πιπερικύμινο, ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.
Κτίστης
Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Σ’ αυτούς υπάγονται και οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.




Λούστρος



Όταν ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ' ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι, στην αρχή της πλατείας στο Καρπενήσι, και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η "ιεροτελεστία" του βαψίματος...
Μεταπράτης 
Γυρνώντας από χωριό σε χωριό με φορτηγό ζώο ( γάιδαρο ή μουλάρι) αγόραζε μικρές ή μεγάλες ποσότητες προϊόντων από τους χωρικούς τα οποία και μεταπουλούσε σε άλλα χωριά με διάφορο κέρδος. Στους μεταπράτες ανήκουν και οι κερατζήδες και οι πραματευτάδες.
Μπακάλης 
Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες τα ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που λειτουργούν ακόμα στα χωριά.

Μπασματζής (Υφασματοπώλης) 
Σε λίγα κεφαλοχώρια , υπήρχαν τα καταστήματα υφασμάτων, που συνήθως ήταν και ραφτάδικα. Εμπορικά που πουλούσαν όλα τα είδη που είχαν ζήτηση εδώ, όπως μεταξωτά, βαμβακερά, βελούδινα, χασέδες, ποπλίνες, αλατζάδες, τσίτια κλπ.
Μυλωνάς 
Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο - άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι.Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον περιέστρεφε.
- Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα "σινίκι" (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών .

Μπογιατζής
Οι μπογιατζήδες έβαφαν βαμβακερά και μάλλινα νήματα, πατητές και πατανιές, χηράμια και άλλα. Χρησιμοποιούσαν κυρίως φυτικά χρώματα αλά και του εμπορίου. Ειδικά για το κόκκινο χρησιμοποιούσαν ριζάρι και για σταθερότατη βαφή βελανιδόκουπες.
Νερουλάς



(Ν)τελάλης 
Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες . Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Η ευρεία διάδοση των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης υποκατέστησε σταδιακά τους ντελάληδες σε όλα τα χωριά του νησιού.
Ντενεκετζής 
Ο ντενεκετζής κατασκεύαζε χρηστικά αντικείμενα του νοικοκυριού και γενικότερα της αγροτικής ζωής όπως χωνιά, λύχνους, μαστραπάδες, κουβάδες, φανάρια, μπρίκια του καφέ, σουρωτήρια, κουτσουνάρες και άλλα.
Παγοπώλης



Πεταλωτής 
Αλμπάνης (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής)
Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο.
- Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
- Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων.

Σαμαράς


Κρεοπώλης (Χασάπης) 
Επειδή παλιά δεν υπήρχαν ψυγεία, για να συντηρήσουν το κρέας, το φρεσκοσφαγμένο το πρωί ζώο έπρεπε να διατεθεί σε 24 ώρες. (Αλλού έδεναν κομμάτια κρέας με σχοινιά και το κατέβαζαν στο βάθος πηγαδιού). Αρχικά οι κρεοπώλες ήταν πλανόδιοι, αλλά αργότερα στήθηκαν πάγκοι και στεγάστηκαν σε ξύλινες παράγκες. Έπαιρναν τη χαντζάρα, έκοβαν όσο ήθελε η νοικοκυρά κι αφού ξεκρέμαγαν την παλάντζα, ζύγιζε το κρέας...

Από το ιστολόγιο  "Δως μοι πα στω και ταν γαν κινάσω..."

ΕΥΘΥΣ ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟ (2)

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΓΗΣ - 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014, 20:30

2012_03_31_09_46_38__73e6c6a3a47f4772b25704ad9812615b

Η Ώρα της Γης είναι μια πολύ «ορατή» συμβολική δράση στην οποία εκατομμύρια πολίτες από όλο τον κόσμο μπορούν εύκολα να συμμετέχουν. Μέσα από μια γιορτή, στέλνουμε ένα ηχηρό μήνυμα στους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις:
«Νοιάζομαι για τον πλανήτη μου!»
Φυσικά μια ώρα στο σκοτάδι δε δίνει λύση στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, το μήνυμα που στέλνουν εκατομμύρια άνθρωποι κλείνοντας μαζί τα φώτα, συμβάλλει στη διαμόρφωση του κατάλληλου πολιτικού κλίματος για την επίλυση των σοβαρότερων περιβαλλοντικών προβλημάτων του πλανήτη.
Πώς ξεκίνησαν όλα;
Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε το 2007 με μία ερώτηση: Πως μπορούμε να εμπνεύσουμε τον κόσμο να αναλάβει δράση για την περιβαλλοντική υποβάθμιση;
Η απάντηση δόθηκε από μια ομάδα Αυστραλών στο Σίδνεϊ: Να ζητήσουμε από τους κατοίκους της πόλης να σβήσουν τα φώτα τους για μία ώρα.
H Ώρα της Γης 2007
Στις 31 Μαρτίου 2007, 2.2 εκατομμύρια άνθρωποι και 2100 επιχειρήσεις στο Σύδνεϊ έσβησαν τα φώτα τους για μία ώρα- την Ώρα της Γης. Αυτή η τεράστια συλλογική προσπάθεια μείωσε την κατανάλωση ενέργειας κατά 10,2% , μέγεθος ανάλογο της απομάκρυνσης από την κυκλοφορία 48.000 αυτοκινήτων για μία ώρα.
Είναι η μεγαλύτερη εκστρατεία ευαισθητοποίησης για το περιβάλλον στην ιστορία!Διοργανώνεται το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου κάθε χρόνο, για να ενισχύσει το ενδιαφέρον μας για το περιβάλλον και να μας δείξει ότι μικρές αλλαγές στην καθημερινότητά μας μπορούν να έχουν τεράστια αποτελέσματα προς όφελος του περιβάλλοντος και της ζωής μας.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ - Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΝΟΛΗ


ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ





Το τραγούδι που ακούγεται είναι ένα μελοποιημένο ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ.  Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν (Nazim Hikmet Ran), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου 1902. Ο πατέρας του Χικμέτ Μπέης ήταν ανώτερος αξιωματούχος του Σουλτάνου και η μητέρα του Τζελίλ Χανίμ, εγγονή του γερμανικής καταγωγής οθωμανού στρατάρχη Μεχμέτ Αλή Πασά (Λούντβιχ Ντιτρόιτ, το γερμανικό του όνομα). Πέρασε πολλά από τα παιδικά του χρόνια κοντά στο παππού του στις διάφορες περιπλανήσεις του ως ανώτερος κρατικός αξιωματούχος στη Μικρά Ασία, λόγω της διάστασης των γονέων του.
Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και ακολούθησε καριέρα αξιωματικού στο πολεμικό ναυτικό. Ένα χρόνο αργότερα αρρώστησε σοβαρά και το 1920 απαλλάχθηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα για λόγους υγείας.
Το 1921 μαζί με δύο φίλους του ζήτησε να πολεμήσει στο πλευρό του Κεμάλ Ατατούρκ, που πολεμούσε τις Ελληνικές Δυνάμεις στη Μικρά Ασία. Μάλιστα, έγραψε κι ένα ποίημα, που εξυμνούσε τα στρατιωτικά κατορθώματα του τουρκικού στρατού και τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Ο Κεμάλ εκτίμησε πολύ τις πνευματικές του ικανότητές και αντί για το μέτωπο τον διόρισε διευθυντή ενός εξέχοντος σχολείου της Τουρκίας.
Ο Χικμέτ, που είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός για τις κομμουνιστικές του ιδέες, ήλθε γρήγορα σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς προϊσταμένους του. Τον Σεπτέμβριο του 1921 εγκατέλειψε την Τουρκία και  εγκαταστάθηκε  στη Μόσχα. Από το 1922 έως το 1925 σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στη Μόσχα, .
Το 1924, μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα, ενώ ανέπτυξε κομμουνιστική δράση, για την οποίο συνελήφθη  και παρέμεινε στη φυλακή για πολλά χρόνια. Το 1949 διαπρεπείς προσωπικότητες της τέχνης ζήτησαν την απελευθέρωσή του.
Το 1951 αποφυλακίστηκε , εγκατέλειψε την Τουρκία και εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Μόσχα. Το 1956, λίγο μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο, ζήτησε από τους Τουρκοκυπρίους να ζήσουν ειρηνικά με τους Ελληνοκυπρίους και να υποστηρίξουν τον αγώνα τους για την αποτίναξη της Βρετανικής Κατοχής στο νησί.
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν πέθανε στη Μόσχα στις 3 Ιουνίου 1963 από καρδιακή προσβολή. Το 2009 η κυβέρνηση Ερντογκάν τού απέδωσε μετά θάνατον και πάλι την τουρκική ιθαγένεια, η οποία του είχε αφαιρεθεί το 1959. Η επιθυμία του να ταφεί κάτω από ένα πλάτανο σ' ένα οποιοδήποτε νεκροταφείο της Μικράς Ασίας δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα.

Το έργο του

Ο Χικμέτ υπήρξε έξοχος χειριστής της γλώσσας και σπουδαίος λυρικός ποιητής. Στην αρχή έγραφε πατριωτικά ποιήματα, αλλά στη συνέχεια, εγκατέλειψε τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, χρησιμοποιώντας εξαιρετικά πληθωρικές ποιητικές εικόνες, σε εντυπωσιακούς και απρόσμενους συσχετισμούς. 
Εκτός από ποίηση, ο Χικμέτ έγραψε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Οι Ρομαντικοί και ορισμένα θεατρικά έργα, το πιο γνωστό από τα οποία έχει τον τίτλο «Άραγε υπήρξε ο Ιβάν Ιβάνοβιτς;» Μετά τον θάνατό του όλα του έργα, που ήταν προηγουμένως απαγορευμένα από τη λογοκρισία, εκδόθηκαν και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Τουρκία.
Στα ελληνικά, ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος και ορισμένα από αυτά μελοποίησαν ο Μάνος Λοΐζος και ο Θάνος Μικρούτσικος.
Το ποίημά του Kız Çocuğu (Το μικρό κορίτσι) είναι μια έκκληση για την ειρήνη από ένα επτάχρονο κοριτσάκι, δέκα χρόνια μετά το θάνατό του στη Χιροσίμα. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά αντιπολεμικά τραγούδια και το έχουν ερμηνεύσει σπουδαίοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα.


Η ΑΠΛΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΤΑ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΩΣ ΑΝΑΛΟΓΑ ΠΟΣΑ